αστική τάξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
αστική τάξη θηλυκό
- (κοινωνιολογικά) Το σύνολο των αστών, των πλουτοκρατών.
- (οικονομία) η κοινωνική τάξη που στο καπιταλιστικό σύστημα κατέχει τα μέσα παραγωγής.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστική τάξη