ασυμπόνετα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- ασυμπόνετα < ασυμπόνετ(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασυμπόνετα
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- ασυμπόνετα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ασυμπόνετα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασυμπόνετος