αφομοιώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αφομοιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφομοιώνω
- θα αφομοιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφομοιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αφομοιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφομοίωση