αὔω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]αὔω < από το επίθ. αὖος (=ξηρός) < αὐαίνω
Ρήμα
[επεξεργασία]αὔω, ανάπτω
αὔω < από το επίθ. αὖος (=ξηρός) < αὐαίνω
αὔω, ανάπτω