βακχεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βακχεύω < αρχαία ελληνική βακχεύω < Βάκχος

Ρήμα[επεξεργασία]

βακχεύω

  1. μετέχω σε βακχικές τελετές
  2. είμαι έμπλεος από βακχικό ενθουσιασμό και έκσταση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]