βιλλάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιλλάτος < ελληνιστική κοινή βίλλος (ανδρικό γεννητικό όργανο) + -άτος

Επίθετο

[επεξεργασία]

βιλλάτος

  • (επιτατικό επίθετο) που έχει μεγάλο πέος
    ※  14ος/15ος αιώνας Σπανός ή Ακολουθία του ανοσίου τραγογένη Σπανού του ουρίου και εξουρίου..., ανωνύμου, Συναξάριον, στίχ. 359 (356-360) @georgakas.lit.auth.gr
    Καὶ τοῦτο ποιήσαντες ἐποίησαν βασιλέα παγκάκι-
    στον οὔριόν τινα, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ἐξούριον, οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ
    καὶ ξυγγόκωλον καὶ, συνελόντι φάναι, σκατοπρόσωπον, ἔτι
    δὲ ἀντζάτον, κωλάτον, βιλλάτον, χεσάτον, φασάτον, ἀναχε-
    σομούσουδον καὶ φασκελάτον.
    Hans Eideneier (επιμ.), Σπανός [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΔΠ 55], Ερμής, Αθήνα 1990.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]
  • βιλλάτον (αιτιατική ενικού αρσενικού γένους)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]