βιονομικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]βιονομικά < βιονομικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]βιονομικά
- από βιονομικής άποψης ή πλευράς
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]βιονομικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βιονομικό