Αρχικοί χρόνοι
Φωνή Eνεργητική
Φωνή Μέση & Παθητική
Ενεστώτας
βοηθέω, βοηθῶ
βοηθέομαι, βοηθοῦμαι
Παρατατικός
ἐβοήθεον, ἐβοήθουν
ἐβοηθεόμην, ἐβοηθούμην
Μέλλοντας
βοηθήσω
βοηθήσομαι & βοηθηθήσομαι
Αόριστος
ἐβοήθησα
ἐβοηθησάμην & ἐβοηθήθην
Παρακείμενος
βεβοήθηκα
βεβοήθημαι
Υπερσυντέλικος
ἐβεβοηθήκειν
ἐβεβοηθήμην
Συντελ.Μέλλ.
βεβοηθηκώς ἔσομαι
βεβοηθημένος ἔσομαι
βοηθέω < * βοηθοέω < βοηθόος < βοή + θόος από το ρήμα θέω . Όπως στη φράση ἐπί βοήν θέω (σπεύδω να βοηθήσω σε κραυγή). Όμοιο το βοηδρομέω .
βοηθέω (συνηρμένο : βοηθῶ )
ἀντιβοηθέω, -ῶ
ἐκβοηθέω, -ῶ
ἐπεκβοηθέω, -ῶ
ἐπιβοηθέω, -ῶ
παραβοηθέω, -ῶ
παρεπιβοηθέω, -ῶ
προβοηθέω, -ῶ
προσβοηθέω, -ῶ
προσεπιβοηθέω, -ῶ
συμβοηθέω, -ῶ
συνεκβοηθέω, -ῶ
συνεπιβοηθέω, -ῶ
ὑποβοηθέω, -ῶ
Κλίση
Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
βοηθῶ
βοηθῶ
βοηθοῖμι / βοηθοίην
-
σύ
βοηθεῖς
βοηθῇς
βοηθοῖς / βοηθοίης
βοήθει
οὗτος
βοηθεῖ
βοηθῇ
βοηθοῖ / βοηθοίη
βοηθείτω
ἡμεῖς
βοηθοῦμεν
βοηθῶμεν
βοηθοῖμεν
-
ὑμεῖς
βοηθεῖτε
βοηθῆτε
βοηθοῖτε
βοηθεῖτε
οὗτοι
βοηθοῦσι(ν)
βοηθῶσι(ν)
βοηθοῖεν
βοηθούντων / βοηθείτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
βοηθεῖν
βοηθῶν
βοηθοῦσα
βοηθοῦν
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐβοήθουν
-
-
-
σύ
ἐβοήθεις
-
-
-
οὗτος
ἐβοήθει
-
-
-
ἡμεῖς
ἐβοηθοῦμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐβοηθεῖτε
-
-
-
οὗτοι
ἐβοήθουν
-
-
-
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
βοηθήσω
-
βοηθήσοιμι
-
σύ
βοηθήσεις
-
βοηθήσοις
-
οὗτος
βοηθήσει
-
βοηθήσοι
-
ἡμεῖς
βοηθήσομεν
-
βοηθήσοιμεν
-
ὑμεῖς
βοηθήσετε
-
βοηθήσοιτε
-
οὗτοι
βοηθήσουσι(ν)
-
βοηθήσοιεν
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
βοηθήσειν
βοηθήσων
βοηθήσουσα
βοηθῆσον
Ενεργητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐβοήθησα
βοηθήσω
βοηθήσαιμι
-
σύ
ἐβοήθησας
βοηθήσῃς
βοηθήσαις / βοηθήσειας
βοήθησον
οὗτος
ἐβοήθησε
βοηθήσῃ
βοηθήσαι / βοηθήσειεν
βοηθησάτω
ἡμεῖς
ἐβοηθήσαμεν
βοηθήσωμεν
βοηθήσαιμεν
-
ὑμεῖς
ἐβοηθήσατε
βοηθήσητε
βοηθήσαιτε
βοηθήσατε
οὗτοι
ἐβοήθησαν
βοηθήσωσι(ν)
βοηθήσαιεν / βοηθήσειαν
βοηθησάντων / βοηθησάτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
βοηθῆσαι
βοηθήσας
βοηθήσασα
βοηθῆσαν
Ενεργητικός Παρακείμενος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
βεβοήθηκα
βεβοηθήκω / βεβοηθηκώς , βεβοηθηκυῖα , βεβοηθηκός ὦ
βεβοηθήκοιμι / βεβοηθηκώς , βεβοηθηκυῖα , βεβοηθηκός εἴην
-
σύ
βεβοήθηκας
βεβοηθήκῃς / βεβοηθηκώς , βεβοηθηκυῖα , βεβοηθηκός ᾖς
βεβοηθήκοις / βεβοηθηκώς , βεβοηθηκυῖα , βεβοηθηκός εἴης
βεβοηθηκώς , βεβοηθηκυῖα , βεβοηθηκός ἴσθι
οὗτος
βεβοήθηκε
βεβοηθήκῃ / βεβοηθηκώς , βεβοηθηκυῖα , βεβοηθηκός ᾖ
βεβοηθήκοι / βεβοηθηκώς , βεβοηθηκυῖα , βεβοηθηκός εἴη
βεβοηθηκώς , βεβοηθηκυῖα , βεβοηθηκός ἔστω
ἡμεῖς
βεβοηθήκαμεν
βεβοηθήκωμεν / βεβοηθηκότες , βεβοηθηκυῖαι , βεβοηθηκότα ὦμεν
βεβοηθήκοιμεν / βεβοηθηκότες , βεβοηθηκυῖαι , βεβοηθηκότα εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
βεβοηθήκατε
βεβοηθήκητε / βεβοηθηκότες , βεβοηθηκυῖαι , βεβοηθηκότα ἦτε
βεβοηθήκοιτε / βεβοηθηκότες , βεβοηθηκυῖαι , βεβοηθηκότα εἴητε/εἶτε
βεβοηθηκότες , βεβοηθηκυῖαι , βεβοηθηκότα ἔστε
οὗτοι
βεβοηθήκασι(ν)
βεβοηθήκωσι(ν) / βεβοηθηκότες , βεβοηθηκυῖαι , βεβοηθηκότα ὦσι(ν)
βεβοηθήκοιεν / βεβοηθηκότες , βεβοηθηκυῖαι , βεβοηθηκότα εἴησαν/εἶεν
βεβοηθηκότες , βεβοηθηκυῖαι , βεβοηθηκότα ἔστων
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
βεβοηθηκέναι
βεβοηθηκώς
βεβοηθηκυῖα
βεβοηθηκός
Ενεργητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐβεβοηθήκειν
-
-
-
σύ
ἐβεβοηθήκεις
-
-
-
οὖτος
ἐβεβοηθήκει
-
-
-
ἡμεῖς
ἐβεβοηθήκεμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐβεβοηθήκετε
-
-
-
οὗτοι
ἐβεβοηθήκεσαν
-
-
-
Μέσος / Παθητικός Ενεστώτας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
βοηθοῦμαι
βοηθῶμαι
βοηθοίμην
-
σύ
βοηθεῖ
βοηθῇ
βοηθοῖο
βοηθοῦ
οὖτος
βοηθεῖται
βοηθῆται
βοηθοῖτο
βοηθείσθω
ἡμεῖς
βοηθούμεθα
βοηθώμεθα
βοηθοίμεθα
-
ὑμεῖς
βοηθεῖσθε
βοηθῆσθε
βοηθοῖσθε
βοηθεῖσθε
οὗτοι
βοηθοῦνται
βοηθῶνται
βοηθοῖντο
βοηθείσθων / βοηθείσθωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
βοηθεῖσθαι
βοηθούμενος
βοηθουμένη
βοηθούμενον
Μέσος / Παθητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐβοηθούμην
-
-
-
σύ
ἐβοηθοῦ
-
-
-
οὖτος
ἐβοηθεῖτο
-
-
-
ἡμεῖς
ἐβοηθούμεθα
-
-
-
ὑμεῖς
ἐβοηθεῖσθε
-
-
-
οὗτοι
ἐβοηθοῦντο
-
-
-
Μέσος Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
βοηθήσομαι
-
βοηθησοίμην
-
σύ
βοηθήσῃ / βοηθήσει
-
βοηθήσοιο
-
οὖτος
βοηθήσεται
-
βοηθήσοιτο
-
ἡμεῖς
βοηθησόμεθα
-
βοηθησοίμεθα
-
ὑμεῖς
βοηθήσεσθε
-
βοηθήσοισθε
-
οὗτοι
βοηθήσονται
-
βοηθήσοιντο
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
βοηθήσεσθαι
βοηθησόμενος
βοηθησομένη
βοηθησόμενον
Παθητικός Μέλλοντας α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
βοηθηθήσομαι
-
βοηθηθησοίμην
-
σύ
βοηθηθήσῃ / βοηθηθήσει
-
βοηθηθήσοιο
-
οὖτος
βοηθηθήσεται
-
βοηθηθήσοιτο
-
ἡμεῖς
βοηθηθησόμεθα
-
βοηθηθησοίμεθα
-
ὑμεῖς
βοηθηθήσεσθε
-
βοηθηθήσοισθε
-
οὗτοι
βοηθηθήσονται
-
βοηθηθήσοιντο
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
βοηθηθήσεσθαι
βοηθηθησόμενος
βοηθηθησομένη
βοηθηθησόμενον
Μέσος Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐβοηθησάμην
βοηθήσωμαι
βοηθησαίμην
-
σύ
ἐβοηθήσω
βοηθήσῃ
βοηθήσαιο
βοήθησαι
οὖτος
ἐβοηθήσατο
βοηθήσηται
βοηθήσαιτο
βοηθησάσθω
ἡμεῖς
ἐβοηθησάμεθα
βοηθησώμεθα
βοηθησαίμεθα
-
ὑμεῖς
ἐβοηθήσασθε
βοηθήσησθε
βοηθήσαισθε
βοηθήσασθε
οὗτοι
ἐβοηθήσαντο
βοηθήσωνται
βοηθήσαιντο
βοηθησάσθων / βοηθησάσθωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
βοηθήσασθαι
βοηθησάμενος
βοηθησαμένη
βοηθησάμενον
Παθητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐβοηθήθην
βοηθηθῶ
βοηθηθείην
-
σύ
ἐβοηθήθης
βοηθηθῇς
βοηθηθείης
βοηθήθητι
οὖτος
ἐβοηθήθη
βοηθηθῇ
βοηθηθείη
βοηθηθήτω
ἡμεῖς
ἐβοηθήθημεν
βοηθηθῶμεν
βοηθηθείημεν / βοηθηθεῖμεν
-
ὑμεῖς
ἐβοηθήθητε
βοηθηθῆτε
βοηθηθείητε / βοηθηθεῖτε
βοηθήθητε
οὗτοι
ἐβοηθήθησαν
βοηθηθῶσι(ν)
βοηθηθείησαν / βοηθηθεῖεν
βοηθηθέντων / βοηθηθήτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
βοηθηθῆναι
βοηθηθείς
βοηθηθεῖσα
βοηθηθέν
Μέσος / Παθητικός Παρακείμενος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
βεβοήθημαι
βεβοηθημένος ὦ
βεβοηθημένος εἴην
-
σύ
βεβοήθησαι
βεβοηθημένος ᾖς
βεβοηθημένος εἴης
βεβοήθησο
οὖτος
βεβοήθηται
βεβοηθημένος ᾖ
βεβοηθημένος εἴης
βεβοηθήσθω
ἡμεῖς
βεβοηθήμεθα
βεβοηθημένοι ὦμεν
βεβοηθημένοι εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
βεβοήθησθε
βεβοηθημένοι ἦτε
βεβοηθημένοι εἴητε/εἶτε
βεβοήθησθε
οὗτοι
βεβοήθηνται
βεβοηθημένοι ὦσι(ν)
βεβοηθημένοι εἴησαν/εἶεν
βεβοηθήσθων / βεβοηθήσθωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
βεβοήθησθαι
βεβοηθημένος
βεβοηθημένη
βεβοηθημένον
Μέσος / Παθητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐβεβοηθήμην
-
-
-
σύ
ἐβεβοήθησο
-
-
-
οὖτος
ἐβεβοήθητο
-
-
-
ἡμεῖς
ἐβεβοηθήμεθα
-
-
-
ὑμεῖς
ἐβεβοήθησθε
-
-
-
οὗτοι
ἐβεβοήθηντο
-
-
-
βοηθέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ , Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας , 2012
βοηθέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου .
Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)