βουφορβοῦ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βουφορβοῦ

  1. γενική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του βουφορβός
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (βουφορβόν) του βουφορβός

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

βουφορβοῦ αρσενικό