βυρσεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυρσεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
βυρσεύω
- κατεργάζομαι δέρμα, επεξεργάζομαι δέρμα ζώων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀβύρσευτος
- βύρσα
- βυρσεῖον
- βυρσεύς
- βυρσικός
- βυρσίνη
- βύρσινος
- βυρσίς
- βυρσοδεψεῖον
- βυρσοδεψέω
- βυρσοδέψης
- βυρσοδέψιον
- βυρσοπαγής
- βυρσοποιός
- βυρσοπώλης
- βυρσοτενής
- βυρσοτομέω
- βυρσοτόμος
- βυρσόω
- βυρσώδης
- ἐκβυρσεύω
- ἐκβυρσόω
- ἐκβύρσωμα
- ἐμβυρσόω
- ἑπτάβυρσος
- εὔβυρσος
- καταβυρσόω
- λεπτόβυρσος
- πολύβυρσος
- σκυτοβυρσεύς
- τετράβυρσος
- ὠμοβύρσινος
Πηγές[επεξεργασία]
- βυρσεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.