βωμολοχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βωμολοχώ < αρχαία ελληνική βωμολοχέω

Ρήμα[επεξεργασία]

βωμολοχώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]