βῆλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βῆλον < (άμεσο δάνειο) λατινική velum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weg

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βῆλον ουδέτερο

  1. πανί
  2. κουρτίνα, παραπέτασμα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]