γεγενημένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
γεγενημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του γεγενημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του γεγενημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γεγενημένος