Μετάβαση στο περιεχόμενο

γιαρένης

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιαρένης < (άμεσο δάνειο) τουρκική yaren < τουρκική yâr (εραστής)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γιαρένης αρσενικό (σε χρήση και σήμερα ως τοπικό ιδίωμα)