γκεϊμάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκεϊμάρω < γκέιμ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική game
Ρήμα[επεξεργασία]
γκεϊμάρω, πρτ.: γκέιμαρα, αόρ.: γκεϊμάρισα/γκέιμαρα (χωρίς παθητική φωνή)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
- Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: γκέιμαρα
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γκεϊμάρω | γκέιμαρα | θα γκεϊμάρω | να γκεϊμάρω | γκεϊμάροντας | |
β' ενικ. | γκεϊμάρεις | γκέιμαρες | θα γκεϊμάρεις | να γκεϊμάρεις | γκέιμαρε | |
γ' ενικ. | γκεϊμάρει | γκέιμαρε | θα γκεϊμάρει | να γκεϊμάρει | ||
α' πληθ. | γκεϊμάρουμε | γκεϊμάραμε | θα γκεϊμάρουμε | να γκεϊμάρουμε | ||
β' πληθ. | γκεϊμάρετε | γκεϊμάρατε | θα γκεϊμάρετε | να γκεϊμάρετε | γκεϊμάρετε | |
γ' πληθ. | γκεϊμάρουν(ε) | γκέιμαραν γκεϊμάραν(ε) |
θα γκεϊμάρουν(ε) | να γκεϊμάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γκεϊμάρισα | θα γκεϊμαρίσω | να γκεϊμαρίσω | γκεϊμαρίσει | ||
β' ενικ. | γκεϊμάρισες | θα γκεϊμαρίσεις | να γκεϊμαρίσεις | γκεϊμάρισε | ||
γ' ενικ. | γκεϊμάρισε | θα γκεϊμαρίσει | να γκεϊμαρίσει | |||
α' πληθ. | γκεϊμαρίσαμε | θα γκεϊμαρίσουμε | να γκεϊμαρίσουμε | |||
β' πληθ. | γκεϊμαρίσατε | θα γκεϊμαρίσετε | να γκεϊμαρίσετε | γκεϊμαρίστε | ||
γ' πληθ. | γκεϊμάρισαν γκεϊμαρίσαν(ε) |
θα γκεϊμαρίσουν(ε) | να γκεϊμαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γκεϊμαρίσει | είχα γκεϊμαρίσει | θα έχω γκεϊμαρίσει | να έχω γκεϊμαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γκεϊμαρίσει | είχες γκεϊμαρίσει | θα έχεις γκεϊμαρίσει | να έχεις γκεϊμαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει γκεϊμαρίσει | είχε γκεϊμαρίσει | θα έχει γκεϊμαρίσει | να έχει γκεϊμαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γκεϊμαρίσει | είχαμε γκεϊμαρίσει | θα έχουμε γκεϊμαρίσει | να έχουμε γκεϊμαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γκεϊμαρίσει | είχατε γκεϊμαρίσει | θα έχετε γκεϊμαρίσει | να έχετε γκεϊμαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γκεϊμαρίσει | είχαν γκεϊμαρίσει | θα έχουν γκεϊμαρίσει | να έχουν γκεϊμαρίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -άρω (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)