γκουρού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκουρού < γαλλική gourou < ή από την Ινδική गुरू (guru) ή από την Ουρντού گرو (guru) ή από την Σανσκριτική गुरु (gurú) : σεβάσμιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκουρού αρσενικό άκλιτο
- ο πνευματικός καθοδηγητής στις ινδικές θρησκείες
- ο ειδήμων σε κάτι, ο ικανός να καθοδηγήσει επειδή ξέρει πολλά σε έναν τομέα ή που θεωρεί αυτός και το περιβάλλον του ότι γνωρίζει πολλά
- Καμαρώστε τον γκουρού της οικονομίας
- ειρωνικά για άτομα που επηρεάζουν άλλους χωρίς να διαθέτουν κανένα εφόδιο παραπάνω από το μέσο άνθρωπο -επισης ειρωνικό και για εκείνον που δέχεται την καθοδήγηση του φερομένου ως "γκουρού"