γροικώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γροικώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γροικῶ < ἀγροικῶ < αβέβαιης ετυμολογίας
Ρήμα
[επεξεργασία]γροικώ (δημοτική)
- (λογοτεχνικό) (κυπριακά) ακούω
- (λογοτεχνικό) (κυπριακά) ακούω, καταλαβαίνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γροικώ
→ δείτε τη λέξη ακούω |
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δημοτική (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)