δίσεχτων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δίσεχτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του δίσεχτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του δίσεχτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δίσεχτος