δεύρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεύρο < αρχαία ελληνική δεῦρο < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *de + *ure / *uro
Επίρρημα[επεξεργασία]
δεύρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεύρο
|