δημοσιογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημοσιογραφώ < δημοσιογράφ(ος) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.mo.si.o.ɣɾaˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μο‐σι‐ο‐γρα‐φώ

Ρήμα[επεξεργασία]

δημοσιογραφώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]