διαζεύξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαζεύξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαζευγνύω
- θα διαζεύξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαζευγνύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διαζεύξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάζευξη