διακωμωδούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: διακωμῳδοῦμαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.ko.moˈðu.me/ & /ðʝa.ko.moˈðu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κω‐μω‐δού‐μαι
ομόηχο: διακωμωδούμε

Ρήμα[επεξεργασία]

διακωμωδούμαι, π.αόρ.: διακωμωδήθηκα, μτχ.π.π.: διακωμωδημένος, (ενεργ.: διακωμωδώ)