Μετάβαση στο περιεχόμενο

διασφάξ

Από Βικιλεξικό

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διασφάξ < δια- + σφάζω + -άξ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διασφάξ θηλυκό (γενική: διασφάγος)