φαράγγι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φαράγγι | τα | φαράγγια |
γενική | του | φαραγγιού | των | φαραγγιών |
αιτιατική | το | φαράγγι | τα | φαράγγια |
κλητική | φαράγγι | φαράγγια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαράγγι < μεσαιωνική ελληνική φαράγγιν < *φαράγγιον < αρχαία ελληνική φάραγξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαράγγι ουδέτερο
- βαθύ ρήγμα σε βουνά, βαθιά χαράδρα με απότομες πλαγιές