Μετάβαση στο περιεχόμενο

canyon

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
canyon canyons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

canyon (en)


      ενικός         πληθυντικός  
canyon canyons

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

canyon (fr) αρσενικό