διεκτραγωδούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.ek.tɾa.ɣoˈðu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐εκ‐τρα‐γω‐δού‐μαι
- ομόηχο: διεκτραγωδούμε
Ρήμα
[επεξεργασία]διεκτραγωδούμαι, π.αόρ.: διεκτραγωδήθηκα, μτχ.π.π.: διεκτραγωδημένος, (ενεργ.: διεκτραγωδώ)
- παθητική φωνή του ρήματος διεκτραγωδώ → δείτε και την κλίση