διπλασιάζομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διπλασιάζομαι < δι- + -πλασιάζομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]διπλασιάζομαι
- διπλασιάστηκε ο μισθός μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διπλασιάζομαι