δυσαίων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσαίων < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσαίων
- πολύ δυστυχισμένος, δυστυχής
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 151 (150-152)
- ἐή· ἀλαῶν ὀμμάτων | ἆρα καὶ ἦσθα φυτάλμιος; δυσαίων | μακραίων θ᾽, ὅσ᾽ ἐπεικάσαι.
- Μάτια τυφλά τα μάτια σου, | ήσουν τυφλός από τη γέννα σου; | Ζωή αβίωτη, αλλά μακρόβια — | το πράγμα φαίνεται.
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 151 (150-152)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- αἰὼν δυσαίων: άθλια ζωή
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 213 (213-216)
- αἰὼν δυσαίων τις | ἔλαχεν ἔλαχεν, ὅτε σ᾽ ἐτέκετο ματρόθεν | χιονόχρωι κύκνου πτερῶι | Ζεὺς πρέπων δι᾽ αἰθέρος.
- Αγλύκαντη ζωή από τότε | που σ᾽ έσπειρεν ο Δίας, όταν | σαν κύκνος λευκοφτέρουγος | αστράφτοντας μες στον αιθέρα | μπήκε στης μάνας σου τον κόρφο.
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- αἰὼν δυσαίων τις | ἔλαχεν ἔλαχεν, ὅτε σ᾽ ἐτέκετο ματρόθεν | χιονόχρωι κύκνου πτερῶι | Ζεὺς πρέπων δι᾽ αἰθέρος.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 213 (213-216)
Πηγές[επεξεργασία]
- δυσαίων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσαίων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)