δυσκόλως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσκόλως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσκόλως

Επίρρημα[επεξεργασία]

δυσκόλως

Πηγές[επεξεργασία]

  • «δύσκολος (& δύσκολα, δυσκόλως [μτγν](έστερο)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
    ΣτΕ: Ως ελληνιστικό, στο λεξικό)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσκόλως < δύσκολ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

δυσκόλως

  1. μετά δυσκολίας, δύσκολα, με δυσκολία
  2. με δυσαρέσκεια

Πηγές[επεξεργασία]