δυσφημηγόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσφημηγόρος < δυσ- + αρχαία ελληνική φημί, φημ- + -ηγόρος → δείτε τις λέξεις ἀγορά και ἀγορεύω

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσφημηγόρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]