εγέρθητι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγέρθητι < αρχαία ελληνική ἐγέρθητι (β'ενικό προστακτικής παθητικού αορίστου του ρήματος ἐγείρω)

Επιφώνημα[επεξεργασία]

εγέρθητι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]