εδέησα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εδέησα < αρχαία ελληνική ἐδέησα, αόριστος του δέω

Ρήμα[επεξεργασία]

εδέησα (αόριστος, χωρίς εξακολουθητικούς χρόνους)

  1. μπόρεσα να κάνω κάτι που το ήθελα από καιρό
  2. καταδέχομαι να ασχοληθώ με κάτι
    επιτέλους, πότε θα δεήσει ο κύριος διευθυντής να ασχοληθεί με το ζήτημά μας
  3. (στο γ' πρόσωπο, απροσώπως) για κάτι που επιτέλους έγινε
    εδέησε να βρέξει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]