εισηγμένο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εισηγμένο ουδέτερο της μετοχής εισηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εισάγομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]εισηγμένο
- Μπορείτε να δείτε τις λέξεις εισηγμένος και εισηγμένη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εισηγμένο
|