εισηγμένο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εισηγμένο ουδέτερο της μετοχής εισηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εισάγομαι

Μετοχή

[επεξεργασία]

εισηγμένο


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]