εκδικάσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εκδικάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκδικάζω
- θα εκδικάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκδικάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκδικάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκδίκαση