εκλόγιμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]εκλόγιμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εκλόγιμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εκλόγιμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εκλόγιμος