εμβάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμβάς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμβάς < ἐμβαίνω < ἐν + βαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμβάς, της εμβάδος θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἐμβάς)
- (υπόδηση, ιστορία) αρχαίο τσόκαρο, ξυλοπάπουτσο σαν τσαρούχι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμβάς