τσαρούχι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τσαρούχι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσαρούχι τα τσαρούχια
      γενική του τσαρουχιού των τσαρουχιών
    αιτιατική το τσαρούχι τα τσαρούχια
     κλητική τσαρούχι τσαρούχια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσαρούχι < μεσαιωνική ελληνική τσαρούχιν < παλαιά τουρκική çaruk (> τουρκική çarık (σανδάλι με πέτσινη σόλα))[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡saˈɾu.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐ρού‐χι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσαρούχι ουδέτερο

  1. υπόδημα, συνήθως με φούντα, που φορούσαν οι Έλληνες χωρικοί και οι τσολιάδες
  2. υπόδημα σύμβολο των ευζώνων της προεδρικής φρουράς

Συγγενικά[επεξεργασία]

επώνυμα:

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • έχω ένα στόμα σαν τσαρούχι / το στόμα μου είναι σαν τσαρούχι / το στόμα μου έγινε τσαρούχι
  • με τα τσαρούχια

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. τσαρούχι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.