τσαρουχάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσαρουχάς < τσαρούχ(ι) + -άς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡sa.ɾuˈxas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐ρου‐χάς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσαρουχάς αρσενικό
- ↪ Στις μέρες μας είναι πολύ δύσκολο να βρεις τσαρουχά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Τσαρουχάς (επώνυμο)
- Τσαρούχας (επώνυμο)
- τσαρούχι
- τσαρουχάδικο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσαρουχάς
|