εμμέσως πλην σαφώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εμμέσως πλην σαφώς → δείτε τις λέξεις εμμέσως, πλην και σαφώς

Έκφραση

[επεξεργασία]

εμμέσως πλην σαφώς

  1. (λόγιο) πλαγίως ή κάπως συγκαλυμμένα αλλά και με τρόπο που δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας
    • εμμέσως πλην σαφώς μου είπε να μην της κάνω πρόταση διότι δεν σκοπεύει να τη δεχθεί

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]