εναίσιμος διατριβή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐναίσιμος, ἐναίσιος, ενέσιμος, αινέσιμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εναίσιμος διατριβή < σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική dissertatio inauguralis → δείτε τη λέξη ενέσιμος εδώ, θηλυκό όπως ελληνιστική κοινή ἐναίσιμος & διατριβή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈnesimos ði̯atɾiˈvi/

Έκφραση[επεξεργασία]

εναίσιμος διατριβή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]