ενδοσυνεδριακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοσυνεδριακά < ενδοσυνεδριακός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ενδοσυνεδριακά
- κατά τη διάρκεια μιας (χρηματιστηριακής) συνεδρίασης
- Ξεπέρασε το 11% ενδοσυνεδριακά η πτώση του Γενικού Δείκτη. O Γενικός Δείκτης Τιμών στις 14:40, διαμορφώνεται στις 797,25 μονάδες σημειώνοντας πτώση 6,56%. Ενδοσυνεδριακά έχει καταγράψει κατώτερη τιμή στις 756,80 μονάδες, όταν σημείωνε πτώση έως και 11,30%. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοσυνεδριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενδοσυνεδριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ενδοσυνεδριακός