εξήκοντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξήκοντα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑξήκοντα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈksi.kon.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξή‐κο‐ντα
Αριθμητικό
[επεξεργασία]εξήκοντα άκλιτο (απόλυτο αριθμητικό)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εξηκονταετής
- εξηκονταετία
- εξηκοντούτης (αρσενικό), εξηκοντούτις (θηλυκό)
Πηγές
[επεξεργασία]- εξήκοντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αριθμητικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αριθμητικά απόλυτα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)