εξευρίσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξευρίσκω < αρχαία ελληνική ἐξευρίσκω
Ρήμα[επεξεργασία]
εξευρίσκω (παθητική φωνή: εξευρίσκομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξευρίσκω
|