επαναδιατάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επαναδιατάσσω < επί + ανά + διατάσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

επαναδιατάσσω

  1. επιχειρώ εκ νέου αναδιάταξη πραγμάτων, προσώπων ή υπηρεσιών
  2. επαναφέρω συνδεσμολογία, ή σχέση, μεταξύ μερών ενός συνόλου.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]