επαναδιατάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
επαναδιατάσσω
- επιχειρώ εκ νέου αναδιάταξη πραγμάτων, προσώπων ή υπηρεσιών
- επαναφέρω συνδεσμολογία, ή σχέση, μεταξύ μερών ενός συνόλου.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαναδιατάσσω
|