Μετάβαση στο περιεχόμενο

επιβοηθώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιβοηθώ < αρχαία ελληνική ἐπιβοηθέω

επιβοηθώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]