επιβοήθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιβοήθεια < αρχαία ελληνική ἐπιβοήθεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιβοήθεια θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιβοηθώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιβοήθεια
|