επιδικάσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

επιδικάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδικάζω
  2. θα επιδικάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδικάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

επιδικάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιδίκαση