Μετάβαση στο περιεχόμενο

επιθεωρήσεις

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

επιθεωρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιθεωρώ
  2. θα επιθεωρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιθεωρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

επιθεωρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιθεώρηση