επιθεωρήσεις
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]επιθεωρήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιθεωρώ
- θα επιθεωρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιθεωρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]επιθεωρήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιθεώρηση