επινεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επινεύω < αρχαία ελληνική ἐπινεύω < ἐπί + νεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
επινεύω
- (αρχαιοπρεπές) κουνώντας το κεφάλι συναινώ ή συμφωνώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επινεύω
|