ευσταθώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευσταθώς < ελληνιστική κοινή εὐσταθῶς < αρχαία ελληνική εὐσταθής
Επίρρημα[επεξεργασία]
ευσταθώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευσταθώς
|